- καταιχμάζω
- καταιχμάζω,A strike down, c. gen., Nonn.D.21.6, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταιχμάζω — (Α) χτυπώ συνεχώς με την αιχμή, καταβάλλω πλήττοντας με το δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰχμάζω «χτυπώ με το δόρυ» (< αἰχμή)] … Dictionary of Greek
καταιχμάζοντα — καταιχμάζω strike down pres part act neut nom/voc/acc pl καταιχμάζω strike down pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιχμάζουσα — καταιχμάζω strike down pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιχμάζων — καταιχμάζω strike down pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιχμάσαι — καταιχμά̱σᾱͅ , καταιχμάζω strike down fut part act fem dat sg (doric) καταιχμάζω strike down aor inf act καταιχμάσαῑ , καταιχμάζω strike down aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταιχμάζω — Α χτυπώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταιχμάζω «χτυπώ συνεχώς με την αιχμή»] … Dictionary of Greek